- ἀβλαβύνιον
- ἀβλαβύνιον· σειρὰ πλεκομένη παρ' Αἰγυπτίοις ἐκ βύβλων <πρὸς> κάθαρσιν οὖσα, Hsch. [full] ἀβλαδέως· ἡδέως, Id. (cf. βλαδαρός). [full] ἀβλάξ· λαμπρῶς (Cypr.), Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.